αβακας
1άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη …
2ἄβακας — ἄβαξ speechless masc acc pl …
3αβάκιο — το (AM ἀβάκιον) [ἄβακας] νεοελλ. η μαθηματική πλάκα, ο άβακας μσν. έκθεση μπροστά από εργαστήρια τών εμπορευμάτων που προορίζονταν για πώληση (συνών. προβολή, κραββατίνα, καθέδρα) αρχ. ως υποκ. τού ἄβαξ …
4κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …
5άβαξ — ἄβαξ βλ. άβακας …
6αβακίσκος — ἀβακίσκος, ο (Α) [άβακας] 1. μικρή πέτρα ή ψήφος κατάλληλη για ψηφιδωτό 2. το ίδιο το ψηφιδωτό ή μέρος του …
7αβακοειδής — ες (Μ ἀβακοειδής) [ἄβακας] αυτός που έχει σχήμα άβακα …
8αβακοπλάστης — ο αυτός που κατασκευάζει αβακοειδείς πλίνθους για οικοδομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + πλάστης] …
9αβακοπώλης — ο πωλητής αβακίων (πλίνθων, πλακών κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + πώλης < πωλώ] …
10αβακοστρώνω — στρώνω, καλύπτω το έδαφος με αβακοειδείς πλάκες, πλακοστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + στρώνω. ΠΑΡ. αβακοστρώστης] …